- κλωστομέτρηση
- η(υφαντ.) μέτρηση τού πλήθους νημάτων στημονιού και υφαδιού ανά τετραγωνική ίντσα υφάσματος για τον καθορισμό τού δείκτη πυκνότητας τής ύφανσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλωστή + μέτρηση. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. thread count].
Dictionary of Greek. 2013.